κατέσφαξαν

κατέσφαξαν
κατασφάζω
slaughter
aor ind act 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καρτερός — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 550 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του νομού, 7 χλμ. Α της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γουβών. Κοντά στον οικισμό …   Dictionary of Greek

  • Αλβιγηνοί ή Αλβίγιοι ή Αλβιγαίοι — (Albigenses). Θρησκευτική αίρεση που εμφανίστηκε στη Γαλλία τον Μεσαίωνα. Το όνομα προέρχεται από την πόλη Αλμπί κοντά στην Τουλούζ. Αποτελούσαν χωριστή ομάδα της αίρεσης των Καθαρών (βλ. λ.). Οι αιρετικοί αυτοί πίστευαν σε δύο δημιουργικές… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Καθαροί — Ονομασία πολυάριθμων αιρετικών ομάδων του χριστιανισμού που εμφανίστηκαν τον 11o αι. σε διάφορες χώρες της Ευρώπης (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία και βόρεια Ιταλία). Οι αρχές της αίρεσης ανάγονται στον 10o αι. με κέντρο τη Βαλκανική χερσόνησο. Οι Κ …   Dictionary of Greek

  • Μαγγανάς, Νικόλαος — (; – Τριπόταμα 1827). Αγωνιστής του 1821. Πολέμησε από την αρχή του Αγώνα αλλά αιχμαλωτίστηκε στα Δερβενάκια και αναγκάστηκε να ακολουθήσει τον Δελή Αχμέτ στην Κόρινθο και στη συνέχεια στην Πάτρα, όπου χρησιμοποιήθηκε μάλιστα ως οδηγός των… …   Dictionary of Greek

  • Ομεϊάδες — Δυναστεία Αράβων χαλιφών που βασίλευαν στη Δαμασκό από το 661 έως το 750 και στην Κόρδοβα από το 755 έως το 1031. Η ονομασία τη δυναστείας προήλθε από την οικογένεια των Μπανού Ουμμάγια, της οποίας αποτελούσε μέλος ο Μοαουίγια, που εξελέγη… …   Dictionary of Greek

  • Προτέριος — Πατριάρχης Αλεξανδρείας (452 – 457). Διαδέχτηκε στον πατριαρχικό θρόνο τον Διόσκουρο, ο οποίος καθαιρέθηκε και εξορίστηκε από τη Δ’ Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451). Το γεγονός αυτό ξεσήκωσε τους οπαδούς του Διόσκουρου, οι οποίοι, με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”